- κηφήνας
- ο (Α κηφήν, -ῆνος)1. η αρσενική μέλισσα («τὰς μὲν μελίττας εἰσδύεσθαι, τοὺς δὲ κηφῆνας μή, διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς μείζους», Αριστοτ.)2. μτφ. άνθρωπος οκνηρός και άεργος που ζει εις βάρος τών άλλων, παράσιτονεοελλ.ζωολ. μέλος μιας κάστας κοινωνικών εντόμων, η μόνη λειτουργία τού οποίου στην αποικία είναι να ζευγαρώνει με τη βασίλισσααρχ.1. αυτός που κλέβει ξένες ιδέες συγγραφέων («πανηγυρικά κηφήνων βοτάνην σοφιστιώντων ήγούμενον ἐᾱν», Πλούτ.)2. μτφ. γερασμένος και εξασθενημένος άνθρωπος («ποῡ γαίας δουλεύσω γραῡς, ὡς κηφήν;», Ευρ.)3. (στον πληθ. ως κύριο όν.) oἱ Κηφῆνεςονομασία τών Περσών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Προέρχεται μάλλον από ένα αμάρτυρο επίθ. *κηφός ή *κᾱφός, το οποίο συνδέεται πιθ. με το κωφός. Στην περίπτωση αυτή έχουμε τη σπάνια μετάπτωση ᾱ / ω (πρβλ. ἄγ-ω / ἀγ-ωγ-ή). Συνδέεται ίσως και με τη γλώσσα τού Ησυχίου κέκηφετέθνηκε, καθώς και με τα κύρια ονόματα Κηφ-εύς, Κήφ-ις, Κάφ-ων, Καφ-ώ.ΠΑΡ. κηφήνιοναρχ.κηφηνώδηςνεοελλ.κηφηναρειό.ΣΥΝΘ. νεοελλ. κηφηνόμυια, κηφηνοπαγίδα].
Dictionary of Greek. 2013.